- μπουρτζόβλαχος
- οάξεστος, αγροίκος χωρικός.[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, η λ. μπουρτζόβλαχος είναι σύνθ. με α' συνθετικό το λατ. burgus «πύργος» + Βλάχος και η αρχική της σημ. ήταν «ο Βλάχος τού πύργου», δηλ. ο Βλάχος που κατοικούσε στα ορεινά χωριά, στα προπύργια. Η λ. εκ τών υστέρων υπέστη μια σημασιολογική εξέλιξη ανάλογη με εκείνην τής λ. Βλάχος*, που από αρχική σημ. «λατινόφωνος» έλαβε την υποτιμητική, σημ. «χωριάτης, άξεστος, βρομιάρης». Κατ' άλλη άποψη, το α' συνθετικό τής λ. ανάγεται σε σλαβικό τ. που προφέρεται στην Ελληνική (πρίτζε) με σημ. «βρόμικος». Η άποψη, τέλος, κατά την οποία η λ. μπουρτζόβλαχος παράγεται < μπατζόβλαχος (< μπάτζος* «τυροκόμος») προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες].
Dictionary of Greek. 2013.